παρωθέω

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωθέω Medium diacritics: παρωθέω Low diacritics: παρωθέω Capitals: ΠΑΡΩΘΕΩ
Transliteration A: parōthéō Transliteration B: parōtheō Transliteration C: parotheo Beta Code: parwqe/w

English (LSJ)

late aor.

   A παρώθησα Lyd.Mag.2.28 :—push sideways, ἐς χώρην Hp.Art.18 ; push aside or away, reject, Ἔρωτα S.Tr.358 ; δοῦλον λέχος E.Andr.30, cf. El.1037 :—Pass., to be set aside, slighted, X. HG2.3.14 ; παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει D.2.18, cf. 23.105 (in both places with v.l. παρεωρᾶσθαι).    2 supersede, Gal.14.2.    3 surpass, Lyd. l.c.    II Med., push away from oneself, reject, ξένους E.Heracl.237 ; ἄνδρα Aeschin.1.103, cf. LXX 2 Ma.4.11 ; π. [τὸν Δία] τῆς τιμῆς put him out of his place of honour, Luc. Tim.4 ; π. τὸ χρεών put fate aside, Epigr. Gr.519 (Thessalonica).    2 of Time, put off, Pl.R.471c.    3 Gramm., not to admit of, A.D.Pron.24.21, 115.16.

German (Pape)

[Seite 529] (s. ὠθέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.

Greek (Liddell-Scott)

παρωθέω: μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ μέροςμακράν, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον λέχος Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ μακράν μου, ἀπορρίπτω, Εὐρ. Ἡρακλ. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα τιμῆς, ἀποβάλλω τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν χρεών, βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ μέρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀναβάλλω, Πλάτ. Πόλ. 471G.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. παρωθήσω ou παρώσω, ao. πάρωσα;
pousser de côté, fig. dissimuler;
Moy. παρωθέομαι-οῦμαι repousser de côté loin de soi, acc. ; fig. repousser durement, chasser : τινα τιμῆς LUC exclure qqn d’une charge honorifique.
Étymologie: παρά, ὠθέω.

Greek Monotonic

παρωθέω: μέλ. -ώσω και -ωθήσω,
1. σπρώχνω παράμερα, απορρίπτω, περιφρονώ, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., τοποθετούμαι παράμερα, προσβάλλομαι, σε Ξεν., Δημ.
2. Μέσ., σπρώχνω μακριά από κάποιον, απορρίπτω, αρνούμαι, σε Ευρ., Αισχίν.
3. λέγεται για χρόνο, αναβάλλω, σε Πλάτ.