προσκαρτερέω

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαρτερέω Medium diacritics: προσκαρτερέω Low diacritics: προσκαρτερέω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΤΕΡΕΩ
Transliteration A: proskarteréō Transliteration B: proskartereō Transliteration C: proskartereo Beta Code: proskartere/w

English (LSJ)

Dor. ποτι- IG42(1).63.4 (Epid., ii B.C.):—

   A persist obstinately in, τῇ πολιορκίᾳ Plb.1.55.4, D.S.14.87; τῇ προφορᾷ Phld. Rh.1.158 S.; τῇ προσευχῇ Act.Ap.1.14: abs., X.HG7.5.14, Ph.Bel. 101.9, LXXNu.13.21(20), J.BJ6.1.3, Ach.Tat.1.10; καίπερ ἀχθόμενοι τῇ καθέδρᾳ π. J.AJ5.2.6.    2 adhere firmly to a man, be faithful to him, τινι Plb.23.5.3, Act.Ap.8.13, 10.7; of servants, remain in one's service, D.59.120; of a κοσμητής, IG22.1028.84.    b remain in attendance at a law-court, τῷ βήματι, τῷ κριτηρίῳ, PHamb.4.7 (i A.D.), POxy.261.12 (i A.D.).    c devote oneself to an office or occupation, τῇ στρατηγίᾳ ib.82.4 (iii A.D.); τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ PAmh.2.65.3 (ii A.D.).    3 Pass., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος time diligently employed, D.S.2.29.    4 wait for a person, Φιλέᾳ POxy. 1764.4 (iii A.D.): abs., ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται PSI5.598.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 767] wobei beharren, ausdauern, emsig wobei sein, bleiben, τινί, z. B. τῇ πολιορκίᾳ, Pol. 1, 55, 4; auch von Personen, Jemandem anhangen, bei ihm aushalten, 24, 5, 3, wie Dem. θεραπαίνας τὰς Νεαίρᾳ τότε προσκαρτερούσας, 59, 120; τὸ πλῆθος τοῦ προσκαρτερουμένου χρόνου die Länge der darauf mit anhaltendem Fleiße verwandten Zeit, D. Sic. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαρτερέω: ἐπιμένω μετὰ καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος, ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
persévérer dans, τινι.
Étymologie: πρός, καρτερέω.

English (Strong)

from πρός and καρτερέω; to be earnest towards, i.e. (to a thing) to persevere, be constantly diligent, or (in a place) to attend assiduously all the exercises, or (to a person) to adhere closely to (as a servitor): attend (give self) continually (upon), continue (in, instant in, with), wait on (continually).