πρίσις

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

German (Pape)

[Seite 702] ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.
Étymologie: πρίω.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α πρίω
1. η ενέργεια του πρίω, πριόνισμα
2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο
3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» — τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου.