Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τμήγω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήγω Medium diacritics: τμήγω Low diacritics: τμήγω Capitals: ΤΜΗΓΩ
Transliteration A: tmḗgō Transliteration B: tmēgō Transliteration C: tmigo Beta Code: tmh/gw

English (LSJ)

Nic.Fr.72, D.P.1043, Man.2.75: fut. τμήξω (ἀπο-) Parm. 2: aor. 1

   A ἔτμηξα IG5(2).473 (Megalop., iii A.D.); Dor. ἔτμᾱξα Theoc. 8.24 (prob.): aor. 2 δι-έτμᾰγον Od.7.276:—Med., aor. ἐτμηξάμην Nic.Al.68, AP7.480 (Leon.):—Pass., aor. 2 ἐτμάγην [ᾰ] in Ep. 3pl. τμάγεν (cf. διατμήγω) Il.16.374; later ἐτμήγην Call.Fr.300, AP 9.661 (Jul.): more freq. in comp. with ἀπό or διά:—Ep. collat. form of τέμνω, cut, cleave, σικύας, πυετίην, Nic. ll. cc.; κάλαμος [δάκτυλον] ἔτμαξεν prob. in Theoc. l.c.; cut, of a circle, Man. l.c.:—Med., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, AP7.l.c.    2 metaph. in aor. 2 Pass., to be divided or dispersed, part, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Il.l.c.

German (Pape)

[Seite 1123] aor. I. ἔτμηξα, aor. II. ἔτμαγον, u. pass. ἐτμάγην, ep. Nebenform von τέμνω, schneiden, hauen; τμήξας, Il. 11, 146; pass. 16, 374, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν, für ἐτμάγησαν, nachdem sie sich getrennt, zerstreu't hatten; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 481 Maneth. 2, 75 Nic. Al. 68 Th. 886; auch aor. med. τμήξαιο, Al. 299.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγω: Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. ἀποτμήγω)· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα (ἀποτμήγω)· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. τμάγεν (πρβλ. διατμήγω) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη τμήγω· - τὸ ῥῆμα εἶναι συνηθέστερον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ τέμνω, κόπτω, σχίζω. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.

French (Bailly abrégé)

f. τμήξω, ao. ἔτμηξα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐτμάγην, réc. ἐτμήγην;
couper, fendre ; Pass. se séparer, se partager, se diviser.
Étymologie: cf. τέμνω.

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut; only pass., aor. 3 pl. τμάγεν, fig., ‘they separated,’ ‘dispersed,’ Il. 11.146, Il. 16.374.