σύνοψις
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a seeing all together, general view, whether with the eyes or mind, ἡ σ. τῶν νόμων Pl.Lg.858c; συνακτέον εἰς σ. one must bring under one view, Id.R.537c; ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Plb.1.4.1; εἰς σ. ἀγαγεῖν Gal.6.77; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. Plb.6.27.1; ἐν σ. ἀλλήλων in sight of one another, Id.38.18.6; ἐς σ. ἐλθεῖν (sc. ἀλλήλων) D.S.24.1; πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ D.H.Th.6. 2 epitome, Plu.2.1057c tit.; recapitulation, Herm.in Phdr.p.158A. 3 estimate, ἡ λεγομένη κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις the collection of taxes according to the estimate, OGI 669.55, cf. 58 (Egypt, i A.D.), Sammelb.5230.50 (i A.D.), PRyl.221.24 (iii A.D.) ; τὴν σ. τῶν δεομένων τόπων ζωγραφίας τοῦ . . βαλανίου POxy.896.6 (iv A.D.), cf. 1450.12 (iii A.D.); ὁ τὴν σ. εἰληφώς the official who accepted the tender, ib.1117.7 (ii A.D.); = aestimatum, opinio, taxatio, Gloss. 4 expense, ἄνευ δημοσίας σ. Sammelb.7475.14 (vi/vii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σύνοψις: ἡ, ἡ διὰ μιᾶς πολλῶν πραγμάτων ἐπισκόπησις ἢ περιληπτικὴ ἐπισκόπησις εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν γινομένη εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ἡ σ. τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 858C· συνακτέον εἰς σ., πρέπει τις συναγάγῃ ὑπὸ μίαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537C· ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Πολύβ. 1. 4, 1· τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. ὁ αὐτ. 6. 27, 1· ἐν σ. ἀλλήλων, εἰς ὄψιν ἀλλήλων, ὁ αὐτ. 40. 5, 6· ἐς σ. ἐλθεῖν (ἐξυπακ. ἀλλήλων) Διοδ. Ἐκλογ. 508. 28· πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. 2) πίναξ τῶν περιεχομένων, περίληψις, Πλούτ. 2. 1057D· κατὰ σύνοψιν παραγράφεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 58. 3) συνοπτικὴ πραγματεία, ἐπιτομή, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 35.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vue d’ensemble, coup d’œil général.
Étymologie: συνόψομαι.
Greek Monotonic
σύνοψις: -εως, ἡ, γενική θεώρηση, επισκόπηση που γίνεται είτε με τα μάτια είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ.