ταρμύσσω

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρμύσσω Medium diacritics: ταρμύσσω Low diacritics: ταρμύσσω Capitals: ΤΑΡΜΥΣΣΩ
Transliteration A: tarmýssō Transliteration B: tarmyssō Transliteration C: tarmysso Beta Code: tarmu/ssw

English (LSJ)

   A frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).

German (Pape)

[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.

Greek (Liddell-Scott)

ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).

French (Bailly abrégé)

c. ταρβέω.

Greek Monolingual

Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].