ὑπεκτρέπω
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
A turn gradually or secretly from a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.Tr.549:—Med., turn aside from, c. acc., Pl.Phd.108b: c. inf., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν decline the task of helping... S.OC566.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. τρέπω), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκτρέπω: ἐκτρέπω κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει πόδα Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ ὅπως μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., ὥστε ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
French (Bailly abrégé)
détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;
Moy. ὑπεκτρέπομαι (inf. ao.2 ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέπω.
Greek Monolingual
Α ἐκτρέπω
1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά
2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι
κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.).