φιμόω

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῑμόω Medium diacritics: φιμόω Low diacritics: φιμόω Capitals: ΦΙΜΟΩ
Transliteration A: phimóō Transliteration B: phimoō Transliteration C: fimoo Beta Code: fimo/w

English (LSJ)

   A muzzle, οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα LXXDe.25.4; shut up as with a muzzle, φ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα to make fast his neck in the pillory, Ar.Nu.592 (troch.); close, seal up, στόμα [ἄγγους] Asclep. ap.Gal.12.984: metaph., muzzle, put to silence, τινα Ev.Matt.22.34:— Pass., to be put to silence, be silent, φιμώθητι, πεφίμωσο, Ev.Marc.1.25, 4.39, cf. Luc.Peregr.15, Mim.Oxy.413.122; τινι by or because of a thing, J.BJ1.22.3, cf. 5.1.5; φιμοῦσθαι πρός τι to be mute in a matter, ib.Prooem.5, S.E.M.8.275.

German (Pape)

[Seite 1289] schnüren, festbinden, knebeln, τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, ins Holz, in den Bock spannen, Ar. Nubb. 582. Dah. bes. den Mund verschließen, N. T.; οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. Peregr. 15; Hesych. erkl. δεσμέω.

Greek (Liddell-Scott)

φῑμόω: μέλλ. -ώσω, κλείω ὡς διὰ φιμώτρου, φιμ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, στερεώνω, σφίγγω τὸν λαιμόν του εἰς τὸν κλοιόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 592· μεταφορ., ἀποστομώνω, οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 34. ― Παθητ., κατασιγάζομαι, σιωπῶ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄. 25, δ΄, 39, κλπ.· πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15· τινι, διά τινος ἢ ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 22, 3, πρβλ. 5. 1, 5· φιμοῦμαι πρός τι, γίνομαι ἄφωνος εἴς τι πρᾶγμα, δὲν λέγω, τίποτε, αὐτόθι προοίμ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 275.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 museler;
2 attacher au pilori.
Étymologie: φιμός.

English (Strong)

from phimos (a muzzle); to muzzle: muzzle.