φορτηγός
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ὁ,
A one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as Adj., ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.
German (Pape)
[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte des marchandises par mer : ναῦς ou πλοῖον vaisseau de transport, cargo.
Étymologie: φόρτος, ἄγω.
Greek Monolingual
-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμπορος («ναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].