μέρμις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ῑθος, ἡ,
A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)
German (Pape)
[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.