Νεμέα

From LSJ
Revision as of 09:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεμέα Medium diacritics: Νεμέα Low diacritics: Νεμέα Capitals: ΝΕΜΕΑ
Transliteration A: Neméa Transliteration B: Nemea Transliteration C: Nemea Beta Code: *neme/a

English (LSJ)

Ion. Νεμ-έη, Ep. Νεμ-είη (Hes.Th.329, Epic.Alex.Adesp.8.1), ἡ, (νέμος)

   A wooded district between Argos and Corinth, Pi.O.9.87: freq. in locative Νεμέᾳ, ib.7.82, etc.; Dor. contr. Νεμῇ SIG36 B19 (Olympia, v B.C.), etc.:—Adj. Νέμειος, α, ον, Nemean, τὸν Ν. θῆρα E.HF 153; ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Th.3.96; Νέμεος, Theoc.25.169; τοῦ Ν. λέοντος Luc.Philops.8; Νεμειαῖος, Hes.Th.327; Νεμεαῖος, Pi.N.2.4, etc.; Νεμεᾰκός, Sch.Pi.N.1.7; Νεμεήτης Ζεύς, St. Byz.; Νεμειήτης, Max. 102, 346:—poet. fem. Adj. Νεμεάς, άδος, Pi.N.3.2:—Adv. Νεμέᾱθεν, poet. νεκῠό-ηθε, from Nemea, Call.Fr.103.    II Νέμεα (sc. ἱερά), τά, the Nemean games, Pi.O.13.34, SIG82.4 (Delph., iv B.C.), IG22.365, etc.; Νέμεια, ib.12.606, 3.129, etc.    III Νέμειον (sc. ἱερόν), τό, temple of Nemean Zeus, in Locris, Plu.2.162c.

Greek (Liddell-Scott)

Νεμέα: Ἰων. -έη, Ἐπικ. -είη (Ἡσ. Θ. 330), ἡ, (νέμος, nemus) χώρα δασώδης μεταξὺ Ἄργους και Κορίνθου, Πίνδ., κλ.· Νεμείης ἄνθος, δηλ. τὸ σέλινον, Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 45· ― ἐπίθ. Νέμειος, α, ον, ὁ τῆς Νεμέας, τὸν Ν. θῆρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 153· ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Θουκ. 3. 96· Νέμεος, Θεόκρ. 25. 169· τοῦ Ν. λέοντος Λουκ. Φιλοψ. 8· Νεμειαῖος, Ἡσ. Θεογ. 327· Νεμεαῖος, Πίνδ. κλ.· Νεμεᾰκός, Σχολ. Πινδ.· ― Νεμεήτης Ζεὺς Στέφ. Βυζ.· Νεμειήτης Μαξίμ. π. καταρχ. 102, 346· ― ποιητ. θηλ. ἐπίθ. Νεμεάς, -άδος, Πινδ. Ν. 3. 4· ― Ἐπίρρ. Νεμέᾱσι, ἐν Νεμέᾳ Κλήμ. Ἀλ. 29· Νεμέᾱθεν, ποιητ. -ηθε, ἐκ Νεμέας, Καλλ. Ἀποσπ. 103. ΙΙ. Νέμεα, ποιητ. Νέμεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, οἱ ἐν Νεμέᾳ ἀγῶνες τελούμενοι κατὰ πᾶν δεύτερον καὶ τέταρτον ἔτος ἑκάστης Ὀλυμπιάδος, Dissen εἰς Πινδ. Ν. 7. 1, πρβλ. 5. 9, Θουκ. 3. 96, κτλ.· ― οἱ νικηταὶ ἐκαλοῦντο Νεμεονῖκαι, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 118· ἢ Νεμεᾶται, Παυσ. 6. 13, 8. ΙΙΙ. Νέμειον, (ἐξυπακ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Νεμείου Διὸς ἐν Λοκρίδι, Πλούτ. 2. 162C.