παρίστημι
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
A causal in pres., impf., fut., and aor.1 ; later pf. παρέστᾰκα in same sense, PTeb.5.196 (ii B.C.), Plb.3.94.7, S.E. M.7.273, etc. I cause to stand, place beside, π. τοὺς ἱππεῖς ἐφ' ἑκάτερον τὸ κέρας Plb.3.72.9, cf. 3.113.8 ; παραστήσας τὰ ὅπλα having brought his arms into view, D.18.175 ; π. τινὰ φυλάττειν set one near a thing to guard it, v.l. in Id.49.35 ; π. σορὸν σορῷ Anatolian Studies p.204 (Termessus). II set before the mind, present, ὑπόθεσιν . . οὐ χὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν D.3.1 ; τοῦτο π. τοὺς θεοὺς ὑμῖν that they may put this into your minds, Id.18.1 ; τὸ δεινὸν π. τοῖς ἀκούουσιν Id.21.72 ; π. ἐλπίδας, ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων, Id.19.333, 21.15 ; arouse, inspire, οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργὴν ἀλλ' ἡ ἀτιμία ib.72 ; π. φόβον καὶ ἀπορίαν ταῖς πόλεσι Plb.3.94.7 ; π. ὁ κίνδυνος διαλογισμόν, μὴ. . Aeschin.2.159 : so τοῦτο π. ὑμῖν γνῶναι prompt you to that decision, D.18.8 ; π. τινὶ θαρρεῖν give one confidence, v.l. in Aeschin.1.174 ; π. τινί c. inf., put it into his head to... Paus.9.14.6 ; also π. τινὶ ὅτι or ὡς... X. Oec.13.1, Pl.R.600c. 2 dispose a person, πρὸς μελαγχολίας Phld. Ir.p.28 W., cf. Mus.p.73 K. ; also Ἀθηναίους ἄλλα παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα Plu. Thes.35 :—also in Pass., V. B. V. 1. 3 of a Poet, represent, describe, τὸν Νέστορα παρέστησε [ὁ ποιητὴς] πείθοντα Phld. Hom. p.65 O., cf. Ath.3.110f, 4.133b ; δι' ἐτυμολογίας Corn. ND1 :—Pass., παριστάσθω ὅτι . . let it be stated that... S.E. M.7.310. 4 furnish, supply, deliver, PCair.Zen.790.10 (iii B.C.), PTeb.5.196 (ii B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).31 (Cyrene). 5 make good, prove, show, τι πολλοῖς τεκμηρίοις Lys.12.51, cf. Act.Ap.24.13 ; καθάπερ προϊόντες -στήσομεν Phld. Ir.p.85 W., cf. Mus.p.37 K. 6 c. acc. pers., present, offer, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ, ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, Ep.Rom.6.13,16. b commend, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παραστήσει τῷ θεῷ 1 Ep.Cor.8.8. 7 render, [ἡ πίσσα] τὸν οἶνον ἔὔποτον παρίστησι ταχέως Plu.2.676c. 8 in later Greek, as in Med. (V. C. 1), produce in court, etc., BGU759.22 (ii A.D.), etc. :—Pass., Sammelb.4512.82 (ii B.C.), etc. III set side by side, compare, [πόλεις] μικρὰς μεγάλαις Isoc. 12.40.—The use of these act. tenses occurs in Pl.l.c., but first becomes common in Oratt. B Pass., with aor. 2, pf. and plpf. Act., intr. : I stand by, beside, or near, θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη Il.15.442, cf. 483 ; ἀμφίπολος δ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη Od.1.335, cf. 8.218, 18.183 ; ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι, of a beggar, 17.450 ; οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371 ; ζωγράφῳ παρεστηκυῖα, of a painter's model, X. Mem.3.11.2 : freq. in part. παραστάς with a Verb, εἶπε παραστάς Il.12.60 ; οὖτα π. 20.472 ; παρασταθείς, v.l. for κατασταθείς, E.Or.365. 2 stand by, i.e. help, defend, τινι Il.10.279, etc. ; Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν 21.231, cf. 15.255 ; Ὀδυσῆϊ π. ἠδ' ἐπαρήγει 23.783, cf. Hes. Th.439, Hdt.1.87, etc.; π. τινὶ χερσί S. Aj.1384 ; βοηθοὶ π. X. Cyr.5.3.19 ; οὐ παρέστη οὐδ' ἐβοήθησεν D.45.64. II more freq. in past tenses, to have come, δεῦρο παρέστης Il.3.405 ; to be at hand, νῆες δ' ἐκ Λήμνοιο παρέστασαν 7.467, etc. 2 of events, to be near, be at hand, ἀλλά τοι ἤδη ἄγχι παρέστηκεν θάνατος 16.853 ; κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν Od.9.52, cf. 16.280 : in fut. Med., σοὶ . .παραστήσεσθαι ἔμελλεν μοῖρ' ὀλοή 24.28 ; ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ D. 21.101, cf. 73 : freq. in pf., παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας E. Hec.229, cf. Med.331 ; in part., τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός Ar. Eq.399 ; ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Pl. Lg.962d : in Att. form παρεστώς, ῶσα, ός, th=s parestw/shs no/sou S. Ph.734 ; τοῦ π. θέρους ib.1340 ; τὰς παρεστώσας τύχας E. Or.[1024] ; τὰ παρεστῶτα present circumstances, τὰ λῷστα, κράτιστα τῶν π., A. Ag.1053, Pr.218 ; πρὸς τὸ παρεστός Ar. Eq.564 ; πρὸς τὸ παριστάμενον X. Eq.Mag.9.1. III come to the side of another, come over to his opinion, παραστῆναι ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην Hdt.6.99 : abs., come to terms, surrender, submit, Id.3.13,5.65, 6.140 ; οἱ πολέμιοι παραστήσονται Id.3.155 ; τῷ πολέμῳ παραστῆναι D. 22.15, cf. EM653.2. IV happen to one, τῷ δὴ λέγουσι. . θῶμα μέγιστον παραστῆναι Hdt.1.23 ; τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp. 108 ; esp. come into one's head, occur to one, τὼς νόος ἀνθρώποισι παριστᾶται Parm.16.2 ; δόξα μοι παρεστάθη ναοὺς ἱκέσθαι S. OT911 ; δόξα π. τινὶ ὥστε . . Pl.Phd.66b ; σοὶ τοῦτο παρέστηκεν, ὡς . . Id.Phdr. 233c ; π. θαῦμα, γνώμη, And.2.2, 24 (s.v.l.) ; ἔκπληξις παρέστη Th.8.96 : impers., παρίσταταί μοι it occurs to me ; τῷ οὐ παραστήσεται . . τεθνάναι βούλεσθαι to whom it will not occur to wish for death, Hdt.7.46: folld. by ὡς, Th. 4.61,95, Lys. 12.62, etc. : c. inf., Id.7.17; οὐχὶ παρίσταταί μοι ταὐτὰ γιγνώσκειν D.3.1 : c. acc. et inf., Lys.21.12, Pl.Phd.58e; part., τὸ παριστάμενον that which comes into one's head, a thought, Luc. Cont. 13 ; ἐκ τοῦ π. λέγειν speak offhand, Plu.Dem.9, cf. Gal. 14.295. V to be disposed, πρὸς τὰς πράξεις Phld.Mus.p.71 K.; εἰρηνικῶς παρεστώτων Id.Hom. p.45 O. 2 collect oneself, παραστῆναι πρὸς τὸν κίνδυνον D.S. 17.43 ; τῷ θυμῷ παραστάς ib.99 ; π. πρὸς τὴν ἀπολογίαν Plu. Alc. 19; παρεστηκότες ταῖς γνώμαις Arr.Fr. 161 J. 3 metaph., οἶνος παρίσταται the wine improves, becomes fit for drinking, opp. ἐξίσταται, Thphr. CP6.14.10, cf. Dsc.5.8. b of a crop, to be ripe, ὅταν ὁ πρώϊμος σπόρος παραστῇ OGI56.68 (Egypt, iii B. C.); so prob. ἡ γῆ παρέστηκεν PLille 8.5 (iii B. C.). VI παρεστηκέναι φρενῶν to be beside oneself, lose one's wits, Plb.18.53.6 ; π. ταῖς διανοίαις Id.14.5.7, etc.; ἐπὶ τοσοῦτον π. Id.22.8.13 ; cf. παρεξίστημι 11. 2 to be passionately devoted to, ἵπποισι παρεστεῶτες Hp.Ep.17. VII abs., παρεστηκός, = παρόν, since it was in their power, since the opportunity offered, Th.4.133. C Some tenses of Med., pres. and impf. sts., fut. and aor. I almost always (for exceptions, v. supr. B. 11.2, III, iv), are used in causal sense : I set by one's side, bring forward, produce, π. ἱερεῖα X.An.6.1.22 ; esp. in a court of justice, τοὺς παῖδας παραστησάμενοι Lys.20.35; παιδία παραστήσεται (of a culprit) D.21.99 ; ταῦτα παραστησάμενος ib.187; μάρτυρας παρίστανται Is.4.13, etc.; παραστήσασθαί τινα produce him as witness, Id.9.9, D.34.28, etc.; π. τινὰ εἰς κρίσιν Pl.R.555b. 2 commend, τινί τινα J.AJ 15.7.3. II bring to one's side, bring over by force, bring to terms, ἀέκοντας παραστήσασθαι Hdt. 8.80; π. βία S.OC916; π. πολιορκίᾳ Th.1.98; πολιορκοῦντας π. ὁμολογίᾳ ib.29 : abs., π. τινά, π. πόλιν, Hdt.3.45, Th.1.124, etc.; τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν π. εἰς φορὰν δασμοῦ Pl.Lg. 706b. 2 generally, dispose for one's own views or purposes, τινὰ παραστήσασθαι οὕτως ὥστε . . so to dispose a person that... Hdt.4.136 ; ἑαυτοὺς πρὸς τὴν μάχην Plb.3.109.9 ; dispose, induce a person, πρὸς τὸ κοινωνεῖν Id.29.3.5 : c. acc. et inf., Chio Ep.3.
German (Pape)
[Seite 523] (s. ἵστημι), danebenstellen, auf die Seite, τοὺς ἱππέας διελὼν ἐφ' ἑκάτερα παρέστησε τοῖς κέρασι, Pol. 3, 72, 9; δελφῖνά μοι παράστησον, Luc. D. mar. 6, 2; a. Sp., wie N. T.; παραστήσαντά τινα τῶν οἰκετῶν φυλάττειν τὰ ξύλα, Dem. 49, 35; auch ὅπλα, 18, 175, geben; auch danebenstellen und vergleichen, Isocr. 12, 40; – vor Gericht stellen, N. T. – Dazu gehört bei Sp. das perf. παρέστακα, z. B. φόβον καὶ ἀπορίαν παρεστακώς, Pol. 3, 94, 7; öfter S. Emp. – Häufiger im med. u. den intrans. tempp. des act., sich danebenstellen, danebenstehen, anwesend sein, τινί, Il. 7, 467 u. sonst; Hom. oft ἄγχι παραστάς, gewöhnlich den Vers schließend; bes. von den Dienern, dem Gefolge, das einem Vornehmern ehrend zur Seite steht, ἀμφίπολος δ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη, Od. 1, 335. 8, 218. 18, 183 u. sonst; παρίσταται, Aesch. Spt. 469; παρεστώς, Eum. 65 u. öfter, wie Soph. u. in Prosa überall. – Auch zum Schutz zur Seite stehen, beistehen, mit ἀμύνειν verbunden, Il. 15, 225. 21, 231; Soph. Ai. 92. 117; so Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde. – Von. Ereignissen und Schicksalen, nahe sein, bevorstehen, ἀλλά τοι ἤδη ἄγχι παρέστηκεν θάνατος, schon steht dir der Tod nahe bevor, Il. 16, 853, vgl. Od. 24, 28; κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν, 9, 52. 16, 280. – Τὰ παρεστῶτα, die gegenwärtigen Dinge, Umstände, Aesch. Prom. 236 Ag. 1023 Soph. Phil. 724 u. öfter; παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας, Eur. Hec. 229; τὰς παρεστώσας τύχας, Or. 1024; Ar. Equ. 399; ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος, Plat. Legg. XII, 962 d, wie τῇ νυνὶ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, Crito 43 b. – Im aor. liegt auch die Bewegung, hinzutreten, τινί, zu Einem, sowohl um ihm beizustehen, als im feindlichen Sinne, um ihn anzugreifen, Il. 20, 472. 22, 371. 375 u. sonst; auch Einen antreten, um zu betteln, Od. 17, 450, δεῦρο, herzukommen, Il. 3, 405; vgl. noch Soph. Ai. 48 Trach. 745; auch auf Jemandes Seite treten, zu seiner Meinung übergehen, παραστῆναι εἰς γνώμην τινός, Her. 6, 99. Dah. absolut, sich unterwerfen, sich ergeben, Her. 3, 13. 6, 65. 140; παραστῆναι τῷ πολέμῳ, dem Kriege unterliegen, Dem. – Von geistigen Eindrücken, Vorstellungen, Ansichten, machen, daß sie vor dem Geiste stehen, darlegen, zeigen, beweisen, ὡς ἀμφότερα τεκμηρίοις παραστήσω, Lys. 12, 51; τὸ δεινὸν παραστῆσαι τοῖς ἀκούουσι, Dem. 21, 72; Sp., wie Ath. III, 110 f IV, 133 b u. öfter; Plut. mit folgdm accus. c. inf., Thes. 35; vgl. noch Plat. Rep. X, 600 b; δόξαν παρέστησε πᾶσι τὴν ἀληθῆ, Ep. VII, 335 d; u. ähnlich in den intrans. tempp., γνώμη τινὶ παρειστήκει, Andoc. 1, 54, wie δόξα, Lys. 2, 22; u. pass., δόξα μοι παρεστάθη ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων, Soph. O. R. 911; vgl. Plat. Phaed. 66 b. – Auch erregen, veranlassen, von Leidenschaften, machen, daß sie bei Einem vorhanden sind, ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργήν, Dem. 21, 72; ψήφισμα δέος καὶ φόβον παριστάν, 23, 103; ἐλπίδας u. ä. öfter, wie Pol. θάρσος, 3, 111, 7 u. sonst; παρίστατο πᾶσιν ὀργὴ καὶ δέος, Plut. Timol. 9; vgl. Xen. Mem. 3, 7, 5. – Imperson. παρίσταταί μοι, es kommt mir bei, fällt mir ein, Plat. Phaed. 58 e; εἰ δ' ἄρα σοι τοῦτο παρέστηκεν ὡς οὐχ οἷόν τε, Phaedr. 233 c; u. oft bei dem inf., wie Dem. 3, 1; so wohl Thuc. 4, 133, παρεστηκός, da es ihnen einfiel, Schol. aber ἐξεγένετο αὐτοῖς. – Ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν, sagen, was Einem gerade einfällt, Plut. Dem. 9; auch τὸ παριστάμενον ἐλευθέρως λέγειν, Luc. Contempl. 13. – Aber ψυχῇ, θυμῷ παραστῆναι, z. B. πρὸς τὸν κίνδυνον, ist = gefaßt sein, Festigkeit oder Muth gewonnen haben, D. Sic. 17, 43. 99; vgl. damit Pol. 11, 12, 2, εἰς τοιαύτην ὁρμὴν καὶ προθυμίαν παρέστη τὸ πλῆθος, u. 10, 11, 8, dagegen παρεστηκέναι τῶν φρενῶν ist = von Sinnen gekommen sein, 18, 36, 6, vgl. παρεστὼς τῇ διανοίᾳ, 14, 5, 7 u. öfter. – Das med. auch in trans. Bedeutung, neben sich stellen, auf seine Seite bringen, sich unterwerfen. παρίστασαι βίᾳ, Soph. O. C. 920; unterjochen, erobern, Her. 3, 45. 155. 8, 80; mit folgendem ὥςτε, 4, 136; Thuc. 1, 124; Ὄλυνθον παραστήσεται, Dem. 1, 18; zwingen wozu, τοὺς οἰκοῦντας παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασ μοῦ, Plat. Legg. IV, 706 a; auch in Güte für sich gewinnen, τοὺς νικῶντας παραστήσεσθαι ἤλπισαν, Andoc. 3, 27; Plut. Lys. 14; nach Strab. X, 484 heißen bei den Kretern παρασταθέντες οἱ ἁρπασθέντες παῖδες; – neben sich hinstellen, Xen. An. 6, 4, 22; dah. neben sich auftreten lassen, vgl. παρέρχομαι, παιδία παραστήσεται καὶ τούτοις αὑτὸν ἐξαιτήσεται, Dem. 21, 99; vgl. παραστήσασθαί τινα μάρτυρα πρὸς τοὺς πολλούς, Luc. Nigr. 6; u. so oft bei den Rednern. Auch ἵνα παραστησώμεθ' αὐτὸν εἰς κρίσιν, Plat. Rep. VIII, 555 b; und wie das act. von geistigen Eindrücken, ταύτην αὐτῷ παρεστήσαντο τὴν ἔννοιαν, Pol. 24, 8, 4; auch = bewegen wozu, βουλόμενος παραστήσασθαι τοὺς ἀκούοντας εἰς τὸ μᾶλλον αὐτῷ συναγανακτεῖν, 2, 59, 5, wie παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τὸ κοινωνεῖν τῴ Πέρσῃ, 29, 2, 5.