μῆτις

From LSJ
Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆτις Medium diacritics: μῆτις Low diacritics: μήτις Capitals: ΜΗΤΙΣ
Transliteration A: mē̂tis Transliteration B: mētis Transliteration C: mitis Beta Code: mh=tis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιος Pi.N.3.9; acc. pl.

   A μήτιας h.Ven.249; also gen. ιδος A.Supp.61 (lyr.); acc. pl. ιδας Id.Ch.626 (lyr.); dat. μήτιδι Orac. ap.Hdt.7.141; Ep. μήτῑ for μήτιϊ, Hom. (v. infr.); pl. μητίεσσι Pi. O.1.9; acc. μῆτιν Il.2.407, S.Ant.158 (lyr.):—wisdom, skill, craft, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντος (cf. μητίετα) Il.l.c., al.; βροτείη μ. Emp.2.9; τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ μῆτιν, ὅπᾳ φύγοιμ' ἄν A.Pr.906 (lyr.); μήτι . . καὶ κέρδεσιν Od.13.299; μήτι . . μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφι Il.23.315; μῆτιν ἀλώπηξ a fox for craft, Pi.I.4(3).47; of a poet's craft, Id.N.l.c.    II counsel, plan, undertaking, ὑφαίνειν μῆτιν Il.7.324, cf. Od.4.678, etc.: pl., σοφῶν μητίεσσι Pi.O.l.c.; γυναικοβούλους μήτιδας A.Ch.l.c.— Poet. word. (Cf. Skt. mimāti, pf. part. Pass.mitá- 'measure', Lat. metior, OE. mæþ 'measure'.)

German (Pape)

[Seite 179] ιος, att. ιδος, ἡ, dat. ep. μήτι, acc. μῆτιν, Klugheit, Einsicht, Verstand; Διῒ μῆτιν ἀτάλαντον, an Klugheit, Il. 2, 169, öfter; μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, 23, 315; Od. 23, 125; μῆτιν ἀλώπηξ, Pind. I. 3, 65. – Bes. kluger Rath, Rathschluß, Anschlag; φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην, Il. 17, 634; εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, 10, 19; ὑφαίνειν, 7, 324 u. öfter; neben νόος, 15, 509; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν, Od. 3, 18; ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις, Pind. P. 4, 262; σοφῶν μητίεσσι, Ol. 1, 9; γυναικοβούλους τε μήτιδας φρενῶν, Aesch. Ch. 617; Suppl. 949; τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, welchen Entschluß fassend, hegend, Soph. Ant. 159; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μῆτις: ἡ, γεν. ιος, Ἀττ. ιδος Αἰσχύλ. Χο. 626, Ἱκέτ. 61· δοτ. μήτιδι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Ἐπικ. μήτῑ ἀντὶ μήτιι, Ὅμ., πληθ. μητίεσσι Πινδ. Ο. 1. 15· αἰτ. μῆτιν Ὅμ., Σοφ. Ἀντ. 158· (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἡ ἱκανότης περὶ τὸ συμβουλεύειν, σοφία, σύνεσις, εὐφυΐα, πανουργία, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον (πρβλ. μητίετα) Ἰλ. Β. 407, κτλ.· οὕτω, Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ μῆτιν, ὅπᾳ φύγοιμ’ ἂν Αἰσχύλ. Πρ. 905· μήτι..., καὶ κέρδεσιν Ὀδ. Ν. 299· μήτι... μέγ’ ἀμείνων ἠὲ βίηφιν Ἰλ. Ψ. 315· μῆτιν ἀλώπηξ. ἀλώπηξ κατὰ τὴν πανουργίαν, Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· - ἐπὶ τῆς ἱκανότητος ἢ εὐφυΐας ποιητοῦ, τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἀμᾶς ἄπο, «ταύτης οὖν τῆς ᾠδῆς, ὦ μοῦσα, ἀφθονίαν δίδου ἀπὸ τῆς ἐμῆς διανοίας» (Σχόλ.) ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 15. ΙΙ. συμβουλή, γνώμη, σχέδιον, ἐπιχείρησις, Ὅμ., κτλ.· μῆτιν ὑφαίνειν Ἰλ. Η. 324, Ὀδ. Δ. 678, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., σοφῶν μητίεσσι Πινδ. Π. 4. 15· γυναικοβούλους μήτιδας Αἰσχύλ. Χο. 626· πρβλ. μῆδος. ΙΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. ὄνομ., ἡ πρώτη γυνὴ τοῦ Διός, μήτηρ δὲ τῆς Ἀθηνᾶς, Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν, πλεῖστα θεῶν τε ἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 886. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. - Καθ’ Ἡσύχ. «μῆτις· σύνεσις. βουλή. τέχνη. γνώμη, δόλος. ἀπάτη. καὶ ἡ θεός».

French (Bailly abrégé)

ιος ou ιδος (ἡ) :
1 sagesse, prudence;
2 en mauv. part ruse, artifice, perfidie.
Étymologie: R. Ma, penser ; cf. μιμνῄσκω, lat. mens.

English (Autenrieth)

ιος, dat. μήτῖ: counsel, wis- dom, Il. 2.169, Od. 23.125; concretely, plan, device, μῆτιν ὑφαίνειν, τεκταίνεσθαι, Η 32, Od. 4.678.