τυραννίς

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννίς Medium diacritics: τυραννίς Low diacritics: τυραννίς Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΣ
Transliteration A: tyrannís Transliteration B: tyrannis Transliteration C: tyrannis Beta Code: turanni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, voc.

   A τυραννί S.OT380:—monarchy, sovereignty, μεγάλης οὐκ ἐρέω τ. Archil.25, cf. Pi.P.2.87, 11.53 (pl.), S.OT535, E.Ba.43, etc.; of the sovereignty of Zeus, ἡ Διὸς τ. A.Pr. 10, al., cf. infr. 11.2:—but more freq.    II despotic rule, obtained by force or fraud, tyranny, Simon.71, Hdt.3.53,81, Ar.V.417, Th.1.13, etc.; τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχήν (of the Athenians) Id.3.37; τ. ὑμῶν lordship over you, D.2.30: metaph., ἡ ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Pl. Lg.863e.    2 in concrete sense, ἡ Διὸς τ. royal Zeus, S.Fr.345: pl., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Hdt.8.137; ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τ. A.Ch.973.    3 territory or resources of a princeling, Liv.38.14.12.    III fem. of τύραννος, princess, LXX Es.1.18.    IV name of a medicine, Gal.14.165.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννίς: -ίδος, ἡ, κλητ. τυραννὶ Σοφ. Ο. Τ. 380· - βασιλικὴ ἐξουσία, ἀρχή, ἀνωτάτη κυβέρνησις, δεσποτεία, Πινδ. Π. 2. 159., 11. 81, καὶ Τραγ.· - ἀλλὰ συνηθέστερον, ΙΙ. ἀπόλυτος ἀρχή, δεσποτικὴ ἐξουσία, ἣν λαμβάνει τις διὰ τῆς βίας ἢ δι’ ἀπάτης (ἴδε τύραννος), Ἀρχίλ. 21, Σιμωνίδ. 71, Ἡρόδ. 3. 53, 81, Ἀριστοφ. Σφ. 417, Θουκ., κλπ.· τυραν. ὑμῶν, ἡ ἐφ’ ὑμᾶς κυριαρχία, κυβέρνησις, Δημ. 27.1· - μεταφ., ἡ τῶν ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Πλάτ. Νόμ. 863Ε. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Ἡρόδ. 8. 137· πρβλ. ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα Αἰσχύλ. Χο. 973. ΙΙΙ. θηλ. τοῦ τύραννος, ὡς τὸ βασιλίς, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Α΄, 18).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
voc. τυραννί;
pouvoir despotique, despotisme, tyrannie : τυραννὶς ὑμῶν DÉM pouvoir tyrannique sur vous ; p. ext. le tyran lui-même : αἱ τυραννίδες HDT c. οἱ τύραννοι.
Étymologie: τύραννος.