τέρην
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
εινᾰ, εν, gen. τέρενος, είνης, ενος; poet. fem. gen. τερένης, Dor. and Aeol. -ας, Alc.61, AP9.430 (Crin.):—poet. Adj.
A soft, delicate, in Hom. mostly in neut., τέρεν δάκρυ Il.3.142, al.; τέρενα φύλλα 13.180, Od.12.357; τέρεν' ἄνθεα ποίης 9.449, cf. Sapph. 54; τέρεν αἷμα Emp.100.6; τ. δέμας ib.11: metaph., τέρεν ἄνθος ἥβης Hes.Th.988: masc. only in the phrase τέρενα χρόα, Il.4.237, al., Hes.Op.522, Th.5: fem., γλήχωνι τερείνῃ h.Cer.209; παρθένος τέρεινα Hippon.90; παιδὶ τερείνῃ Thgn.261; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6; poet. gen. τερένας ὀπώρας Alc. l.c.; τέρειν' ὀπώρα A.Supp.998; μυρσίναις τερείναις Anacreont.30.1; τέρεινα δάφνα Ibyc. 6; ὄψιν τέρειναν a tender sight, i.e. one that causes tender feelings, E.Med.905: of sound, τέρεν φθέγγεται (sc. παῖς) Thgn.266; τερένων ὑπ' αὐλῶν Anacr.20: Comp. τερενώτερος Lyr.Adesp.76; τερέντερος Antim.97; τερεινότερος AP5.120 (Phld.). (Cf. τέρυ, Sabine tereno- 'soft', Lat. tenero- (prob. influenced by tenuis), Skt. táruṇas 'young, tender'.)
German (Pape)
[Seite 1093] gen. ενος, tem. τέρεινα, neutr. τέρεν (τείρω;, eigtl. abgerieben, dah. zart, weich, saust; τέρεν δάκρυ, Il. 3, 142. l 9, 323 u. öfter; τέρενα φύλλα, 13, 180 Od. 12, 357; τέρεν' ἄνθεα ποίης, 9, 449, τέρενα χρόα, Il. 4, 237 u. öfter, wie Hes O. 524 Th. 5; γλήχωνι τερείνῃ, H. h. Cer. 209; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν, Pind. N. 5, 6; τέρεινα δάφνα, lbyc. 7; τέρειν' ὀπώρα, Aesch. Suppl. 976; ὄψιν τέρειναν, Eur. Med. 905; sp. D. in der Anth., wo auch der compar. τερεινότερος vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
τέρην: εινᾰ, εν., γεν. τέρενος, είνης, ενος· ποιητ. θηλ. γεν. τερένης, Δωρ. -ας, ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 430, Ἀλκαῖ. 60· (τείρω). Ποιητικὸν ἐπίθετ., σημαῖνον κυρίως, ὁ ἐκ τῆς τριβῆς λεανθείς, ὅθεν, λεῖος, μαλακός, λεπτός, τρυφερός, Λατ. tener, παρ’ Ὁμήρ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ., τέρεν δάκρυ Ἰλ. Γ. 142, κλπ.· τέρενα φύλλα Ν. 180, Ὀδ. Μ. 357· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ι. 449· τέρεν αἷμα Ἐμπεδ. 348· τ. δέμας ὁ αὐτ. 353, 364· μεταφορ., τέρεν ἄνθος ἥβης Ἡσ. Θεογ. 988 - ἀρσεν. μόνον ἐν τῇ φράσει, τέρενα χρόα Ἰλ. Δ. 237, κ. ἀλλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 520, ἐν Θεογ. 5· - θηλ., γλήχωνι τερείνῃ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209· παρθένος τέρεινα Ἱππῶν. 82 (64)· παιδὶ τερείνῃ Θέογν. 261· τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν Πινδ. Ν. 5. 10, ποιητ. γενικ., τερένας ὀπώρας Ἀλκαῖ. 60· τέρειν’ ὀπώρα Αἰσχύλ. Ἱκ. 998· μυρσίναις τερείναις Ἀνακρεόντ. 33. 1· τέρεινα δάφνη Ἴβυκ. 5 (7)· ὄψιν τέρειναν τήνδ’ ἔπλησα δακρύων Εὐρ. Μήδ. 905· - ἐπὶ ἤχου, τέρεν φθέγγεται (ἐξυπακ. ὁ αὐλὸς) Θέογν. 266· τερένων ὑπ’ αὐλῶν Ἀνακρ. 19· - Συγκρ. τερενώτερος Σαπφὼ 54. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 116.
French (Bailly abrégé)
τέρεινα, τέρεν;
1 litt. qui s’use vite par le frottement ; tendre, frêle, délicat;
2 p. ext. doux, délicieux.
Étymologie: τείρω.
English (Autenrieth)
εινα, εν (cf. τείρω): tender, soft, delicate.
English (Slater)
τέρην
1 gentle οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.) (N. 5.6)