ἄκατος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ (rarely ὁ, as Hdt.7.186):—
A light vessel, boat, Thgn. 458, Pi.P.11.40, Hdt. l.c., Th.7.25, etc.; used in the mysteries, IG 1.225c:—generally, ship, E.Hec.446, Or.342. II boat-shaped cup, Theopomp. Com.3 (= Telest.6), Antiph.4.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, 1) leichter, schnellsegelnder Nachen, Pind. N. 5, 2; εἰναλία P. 11, 40; Theogn. 457; θοά Eur. Or. 331 Hec. 443. Bei Her. 7, 186, der es als masc. braucht, Lastschiff, σιταγωγοί, wie Critias φορτηγοί, bei Athen. I, 28 c; auch Thuc. nennt es neben πλοῖα 7, 59. Vom Nachen des Charon, Hermesianax Ath. XIII, 597 b; ληθαίη Bass. 1 (IX, 279); χθονία Ant. Sid. 104 (VII, 464). – 2) Becher, Athen. XI, 782 f. vgl. Antiphan. Ath. XV, 692 f; Theop. com. XI, 501 f scheint den Telestes zu tadeln, der das Wort zuerst so brauchte, cf. B. A. 371, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰτος: [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν πλοῖον, λέμβος, Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. ἀκάτιον, καθόλου, πλοῖον, Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. ποτήριον ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. ἀκάτιον, ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, ὁ)
1 navire léger, brigantin, bateau de transport;
2 navire en gén.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, à cause de la forme allongée de ces bateaux.
English (Slater)
ᾰκᾰτος
1 light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2)
English (Slater)
ᾰκᾰτος
1 light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2)