καρπός
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
(A), ὁ,
A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142; κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op.117; κ. Δήμητρος Hdt.1.193, etc.; Δηοῦς Ar.Pl.515; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu.1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568; κ. ἐλαίας Pi.N.10.35; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P.470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142; καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 (Amathus), cf. κάρπωσις 11; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al. 2 seed, X.Oec.16.12; defined as seed with seed-vessel, Thphr.HP1.2.1. 3 of children, Δῖοι κ. offspring of Zeus, E.Ion922 (lyr.). II returns, profits, οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2; τῶν ἀνηλωμένων . . τοὺς κ. Is.5.29. III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th.618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu.831 codd.; ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th.600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι S.Fr.834, cf. Pl.Phdr.260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit, ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27; κ. νίκης Hdn.8.3.6: freq. in NT, κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)
καρπός (B), ὁ,
A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ἐπὶ καρπῷ Χερός E.Ion1009; καρποὶ Χειρῶν ib.891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.)
German (Pape)
[Seite 1328] ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριθῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσθαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανθὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Uebertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. fruit au propre :
1 fruit de la terre ou des plantes, moissons ; p. ext. produit des biens de la terre : ὑγροὶ καὶ ξηροὶ καρποί XÉN les produits liquides (vin, huile) et les produits secs;
2 grain, graine, semence;
3 produit, rejeton d’animal;
4 fig. en parl. d’actions produit, résultat, effet;
II. jointure de la main et du bras, carpe, poignet.
Étymologie: R. Καρπ, cueillir ; cf. lat. carpo.
English (Autenrieth)
(1): fruit of tree, field, or vine, Il. 3.246.
(2): wrist, always ἐπὶ καρπῷ, and with χείρ, Il. 5.458, ς 2, Il. 18.594.
English (Slater)
καρπός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
1 fruit ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) καρποῦ φθίσιν (Pae. 9.14) met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας when he reached maturity (O. 6.58) νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός (O. 7.8) φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον perfect maturity of thought, of the judicial temperament of Rhadamanthus, Gildersleeve (P. 2.74) χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ experience Fennel (N. 10.12) γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης Σ.) (N. 10.35) ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε maturing, realization (I. 8.46) καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f. ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον i. e. wine fr. 124. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. ἀτελῆ σοφίας καρπόν fr. 209.