ἁρμοῖ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
Adv.
A just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36. 2 just, a little, ib.4, Steril.213. 3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)
German (Pape)
[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ λέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
sur-le-champ, tout à l’heure.
Étymologie: ἁρμός.
English (Slater)
ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum)
1 at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
•en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c. • DMic.: a-mo-i-je-to (?).