ἰατός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱτός Medium diacritics: ἰατός Low diacritics: ιατός Capitals: ΙΑΤΟΣ
Transliteration A: iatós Transliteration B: iatos Transliteration C: iatos Beta Code: i)ato/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν,

   A curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.

German (Pape)

[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

English (Slater)

ῑᾱτός
   1 curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].