ἀδίδακτος
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ον,
A untaught, ignorant, Ps.-Phoc.89: c. gen., ἀ. ἐρώτων AP5.121 (Diod.), cf. Hp.Alim.39. 2 unpractised, untrained, of a chorus, D.21.17. II untaught, τοῖς ἀφ' αὑτοῦ καὶ ἀ. πάθεσι Plu.2.968c, cf. Luc.Hist.Conscr.34; that cannot be taught, Philostr.V A5.36. 2 ἀ. δρᾶμα not yet acted (v. διδάσκω III) Ath.6.270a. III Adv. -τως without teaching, Phld.Rh. 2.93 S, Juba 32, Plu.2.673f; οὐκ ἀ. οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.70 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίδακτος: -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, ἀμαθής. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ αὐτοδίδακτος· ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως δῶρον, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. δρᾶμα, ὅπερ εἰσέτι δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε διδάσκω III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 ignorant;
2 qui ne s’enseigne pas, qu’on sait naturellement.
Étymologie: ἀ, διδάσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1de pers. ignorante, que no ha aprendido, inculto ἀκουή Ps.Phoc.89, cf. Orph.L.75, Apoll.Fr.57
•c. gen. object. παῖς ... ἀ. ἐρώτων AP 5.122 (Diod.), γάμων Colluth.31, Nonn.D.2.210, Musae.31
•de un coro que no ha ensayado D.21.17.
2 que no se ha representado de un drama, Ath.270a.
3 de abstr. que no se enseña, que sabe sin haber recibido enseñanza, innato φύσιες πάντων ἀδίδακτοι Hp.Alim.39, ἀδίδακτον γὰρ τὸ χρέος ἔν τε τῇ σοφίῃ καὶ ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Decent.4, βασιλεία Philostr.VA 5.36, cf. Luc.Hist.Cons.34, Plu.2.968c, πᾶν αἰσθητὸν ὡς αἰσθητὸν ἀδίδακτον ἐστιν S.E.M.8.203
•ref. la divinidad dueño de un saber innato αὐτοφυὴς, ἀ., ἀμήτωρ ... τοῦτο θεός Orác. en JNL 37.2 (Enoanda III d.C.) (= Theos.Tub.13).
II adv. -ως sin estudiar, de manera natural, espontáneamente εὖ λέγειν Phld.Rh.2.93, εὐχῇ χρῆσθαι ἀ. Iuba 53, cf. Plu.2.673f, ἐκπαιδεύεσθαι Phlp.Aet.322.23, cf. Hero Def.112.22, οὐκ ἀ. οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.Gen.16.
Greek Monotonic
ἀδίδακτος: [ῐ], -ον,
I. 1. αυτός που δεν έχει γίνει δέκτης διδασκαλίας, δεν έχει εκπαιδευτεί, ο μη πληροφορημένος, αμαθής, αγράμματος· με γεν., ἀδίδακτος ἐρώτων, σε Ανθ.
2. αυτός που δεν έχει γίνει δέκτης διδασκαλίας, δεν έχει ασκηθεί, λέγεται για το Χορό, σε Δημ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτά που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας, αυτά που αποτελούν έμφυτη γνώση, σε Πλούτ., Λουκ.