ἐκκοιλίζω
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
(κοιλία)
A disembowel, Mithaec. ap. Ath.7.325f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοιλίζω: ἢ κάλλιον ἐκκοιλιάζω, (κοιλία) ἀφαιρῶ, ἐξάγω τὰ ἐντόσθια, «ξεκοιλιάζω», ταινίαν ἐκκοιλιάξας Μίθαικος παρ’ Ἀθην. 325F, ἴδε Koen ἐν σημ. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 328.
Spanish (DGE)
limpiar ταινίαν ἐκκοιλίξας tras haber limpiado el intestino de un pez antes de cocinarlo, Mithaecus en Ath.325f.
Greek Monolingual
ἐκκοιλίζω και ἐκκοιλιάζω (AM)
ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω.