ἀρμενίζω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρμενίζω Medium diacritics: ἀρμενίζω Low diacritics: αρμενίζω Capitals: ΑΡΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: armenízō Transliteration B: armenizō Transliteration C: armenizo Beta Code: a)rmeni/zw

English (LSJ)

   A sail, Gloss.

German (Pape)

[Seite 355] segeln?

Greek (Liddell-Scott)

ἀρμενίζω: μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, πλέω, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

náut. largar velas, hacerse a la mar πλοῖον Cyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
navegar (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζει Phys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.

Greek Monolingual

(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.