βαρυβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρεμέτης Medium diacritics: βαρυβρεμέτης Low diacritics: βαρυβρεμέτης Capitals: ΒΑΡΥΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: barybremétēs Transliteration B: barybremetēs Transliteration C: varyvremetis Beta Code: barubreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.

German (Pape)

[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).

Greek Monolingual

βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].