Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύμαλλος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύμαλλος Medium diacritics: δασύμαλλος Low diacritics: δασύμαλλος Capitals: ΔΑΣΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: dasýmallos Transliteration B: dasymallos Transliteration C: dasymallos Beta Code: dasu/mallos

English (LSJ)

ον,

   A thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον

• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69

• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].