γρόνθος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρόνθος Medium diacritics: γρόνθος Low diacritics: γρόνθος Capitals: ΓΡΟΝΘΟΣ
Transliteration A: grónthos Transliteration B: gronthos Transliteration C: gronthos Beta Code: gro/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πυγμή, fist, Gloss. Oxy.1099.18, Hsch., etc.; κατέκτειναν γρόνθοις καὶ λακτίσμασι PAmh.2.141.10 (iv A. D.); γρόνθῳ παίσας Sch.Il.2.220; γ. παλαστιαῖος, = σπιθαμή, Aq.Jd.3.16, al., cf. Hero *Geom.4.11.    II spoke on a machine, Ps.-Apollod.Poliorc. p.46 Thévenot.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, = κόνδυλος, die geballte Faust, Sp. hellenistisch für πύξ, nach Moeris; vgl. Eust. 1322, 40. – Bei Maschinen die gewölbte Schildkrampe, = χελώνιον; auch eine hervorstehende Ecke, Sprosse, auf die man treten kann. Bei Hero = παλαιστή, als Längenmaaß.

Greek (Liddell-Scott)

γρόνθος: ὁ, μεταγ. λέξις, =πυγμή, ὁ γρόνθος, κόνδυλος, «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.˙ γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219˙ γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, κτύπημα ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2˙ -γρ. παλαστιαῖος=σπιθαμή, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. λίθοςὄγκος προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 puño προ[σέ] παισομ (sic) μοι εἰς τὴν πλευρὰν τοῖ[ς] γρόνθοις PMich.229.27 (I d.C.), δακτύλους ... εἰς γρόνθον συστρέφοντες Eust.1322.39, cf. Moer.295, Tz.ad Lyc.981, glos. en POxy.1099.18, Gloss.2.164.
2 puñetazo μὴ ἀποδιδόντες ... γρόνθον ἀντὶ γρόνθου no devolviendo golpe por golpe Polyc.Sm.Ep.2.2, με κατέκτι[να] ν γρόνθοις τε καὶ λακτί[σ] μασιν PAmh.141.10 (IV d.C.), cf. Aq.Is.58.4.
3 el puño como medida de longitud, sinón. de παλαιστής Aq.Id.3.16, Hero Geom.4.11.

• Etimología: Gener. se rel. aaa. koimman ‘apretar’, lat. gremium que sería de la misma r. que ἀγείρω q.u. en grado o c. suf. nasal y -dh-.

Greek Monolingual

ο βλ. γρόθος.