ἐνδαίω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδαίω Medium diacritics: ἐνδαίω Low diacritics: ενδαίω Capitals: ΕΝΔΑΙΩ
Transliteration A: endaíō Transliteration B: endaiō Transliteration C: endaio Beta Code: e)ndai/w

English (LSJ)

(A),

   A light or kindle in: metaph., ἐ. πόθον τινί Pi.P.4.184:— Med., burn or glow in, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.131; βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.
ἐνδαίω (B),

   A distribute, in Pass., ἐνδεδασμέναι ἡλικίαι Pyth. ap. Iamb. VP31.201; cf. ἔνδασαι· μέρισον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 831] (s. δαίω), darin entzünden; übertr., πόθον τινί, in Einem Sehnsucht entzünden, Pind. P. 4, 183. – Pass., bei Hom. in tmesi, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od. 6, 132; Ap. Rh. 3, 286 βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ νέρθεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον, brannte sich ein. – S. ἐνδατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδαίω: ἀνάπτω ἐντός, μεταφ., ἐνδ. πόθον τινὶ Πινδ. Π. 4, 328: μέσ., καίομαι, φλέγομαι, ἢ λάμπω ἐντός, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται, «τουτέστι: πυρόεν βλέπει» (Εὐστ.), Ὀδ. Ζ. 132· βέλος δ’ ἐνεδαίετο κούρῃ... φλογὶ εἴκελον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 286.

French (Bailly abrégé)

1distribuer.
Étymologie: ἐν, δαίω¹.
2allumer dans.
Étymologie: ἐν, δαίω².

English (Slater)

ἐνδαίω met.,
   1 kindle (in someone) τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθο̄ν ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς (ἐνέδαιεν Turyn: ἔδαιεν v. l.) (P. 4.184)

Spanish (DGE)

1 encender, prender fig. ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα Pi.P.4.184.
2 intr. en v. med. encenderse, prender fig., ref. al amor βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.

Greek Monolingual

(I)
ἐνδαίω (Α)
1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» — η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων)
2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» — τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες
β) «βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» — το βέλος του έρωτα καιγόταν μέσα στην καρδιά της κόρης όμοιο με φλόγα.———————— (II)
ἐνδαίω (Α)
διανέμω, διαμοιράζω.