ἐκπαρθενεύω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαρθενεύω Medium diacritics: ἐκπαρθενεύω Low diacritics: εκπαρθενεύω Capitals: ΕΚΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: ekpartheneúō Transliteration B: ekpartheneuō Transliteration C: ekpartheneyo Beta Code: e)kparqeneu/w

English (LSJ)

(παρθένος)

   A deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.

German (Pape)

[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.

Spanish (DGE)

1 perder la virginidad ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar δάμαρ Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.