χρυσίτης
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,
A like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102, Str.3.2.8; λίθος IG22.1424a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103; χ. γῆ Gal.12.184; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87. II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b. 2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102. 3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, fem. χρυσῖτις, goldartig, goldhaltig, ψάμμος Her. 3, 102, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ θηλ., χρυσῖτης, ιδος, ὅμοιος χρυσῷ, περιέχων χρυσόν, ψάμμος χρυσῖτις Ἡρόδ. 3. 102, Στράβ. 146· χρ. σποδός, κιτρίνη τις κόνις χρησιμεύουσα εἰς θεραπείαν τῶν ὀφθαλμῶν, Foës. Oec. Hipp. II. ἡ χρ., χῶμα περιέχον χρυσόν, γῆ μεταλλικὴ περιέχουσα χρυσόν, Πλούτ. 2. 526Α. 2) ἡ δοκιμαστικὴ ἢ λυδία λίθος, lapis Ludius, Πολυδ. Ζ΄, 102. 3) χρυσοκόμη, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1· = ἀείζωον τὸ μέγα, Διοσκ. 88 (89) ἐκ τῶν Νόθων.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που περιέχει χρυσό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσίτης
εἶδος λίθου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίτης].