οἰκτίρμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A merciful, Gorg.Pal.32, Theoc.15.75,AP7.359, LXXEx. 34.6, al., Ev.Luc.6.36.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίρμων: -ον, γεν. ονος, ἐλεήμων, πλήρης ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, Θεόκρ. 15. 75, Ἀνθ. Π. 7. 359, Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from οἰκτείρω; compassionate: merciful, of tender mercy.
English (Thayer)
οἰκτιρμόν, genitive ὀικτιρμονος (ὀκτείρω), merciful: Theocritus, 15,75; Anth. 7,359, 1 (Epigr. Anth. Pal. Append. 223,5); the Sept. for רַחוּם.) ("In classic Greek only a poetic term for the more common ἐλεήμων." Schmidt iii., p. 580.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)
ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).
επίρρ...
οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)
με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύ-μων)].