δίς
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A twice, doubly, with Nouns, δ. τόσσον twice as much, Od. 9.491, cf. Th.6.57, etc.; ἀληθὴς ὁ λόγος ὡς δ. παῖς γέρων Cratin.24; δ. παῖδες οἱ γέροντες Theopomp.Com.69: more freq. with Verbs, τοῦτο δ. ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104; δ. φράσαι A.Pers.173, cf. Ag.1384; δ. αἰάζειν καὶ τρίς S.Aj.432; δ. καὶ τρίς φασι καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg.498e, cf. Phlb.60a, Emp.25; δ. βιῶναι twice over, Men.223.4; δειπνεῖν . . δ. τῆς ἡμέρας Pl.Com.207; ἐς δ. App.Mith.78: ὁ δ. Νέωνος, = son and grandson of N., GDI3092.18 (Aegosthena); Αὐρήλιος Αὐξάνων δ. BCH17.249 (Apamea); Αὐρ. Δοῦ<ρ>λος δ. JHS19.301 (Selmea [Lycaonia]).—In compds. δι-, but δισ- in δισμύριοι, δισχίλιοι, δισθανής, δίσαβος, δισάρπαγος, δίσευνος, etc. (Cf. Skt. dvis 'twice', Lat. bis.)
German (Pape)
[Seite 642] zweimal, entstanden aus δFίς, verwandt δύο, identisch das Lateinische bis, welches ebenfalls aus dvis entstanden ist; hier fiel der T-Laut fort, im Griech. δFίς der P-Laut. Sanskrit. dvis »zweimal«, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 205. Bei Homer findet sich δίς an einer Stelle, Odyss. 9, 491 δὶς τόσσον, »zweimal so weit«, »doppelt so weit«. Vgl. δισθανής. – Folgende, Soph. Ai. 270 u. A. – In der Zusammensetzung, wo es vor Consonanten mit Ausnahme von σ, u. zuweilen vor θ, τ, μ, φ, χ sein ς verliert, = zweimal, zweifach.
French (Bailly abrégé)
adv.
deux fois.
English (Autenrieth)
(δϝίς, δύο): twice, Od. 9.491†.
English (Slater)
δῐς
1 twice Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.81) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.30) τὺ δ' Αἰγίναθε δίς, Εὐθύμενες, Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων (Ed. Schwartz: αἰγιναθεας codd.) (N. 5.41) ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν i. e. the feet of Deinis and Megas (N. 8.48) Οὐλία παῖς νικάσαις δὶς (N. 10.24) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (N. 10.34) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (I. 5.36) “μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” i. e. again (I. 8.43)
English (Strong)
adverb from δύο; twice: again, twice.
English (Thayer)
(δισμυριάς) δισμυριαδος, ἡ, twice ten thousand, two myriads: L T (WH δίς μυριάδες), for R G δύο μυριάδες.
Greek Monotonic
δίς: (αντί δυΐς, από τα δύο), επίρρ., δύο φορές, διπλά, Λατ. bis, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.