ὑπερνικάω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
A prevail completely over, Hp.Hebd.50, Gal.19.645; to be more than conqueror, Ep.Rom.8.37: c. acc., τὰς Χάριτας, μίμημα, Lib.Descr.30.9,4.
German (Pape)
[Seite 1199] weit übertreffen, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερνῑκάω: εἶμαι πλέον ἢ νικητής, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 37, Βυζαντ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre tout à fait, triompher de.
Étymologie: ὑπέρ, νικάω.
English (Strong)
from ὑπέρ and νικάω; to vanquish beyond, i.e. gain a decisive victory: more than conquer.
English (Thayer)
ὑπερνίκω; (Cyprian supervinco); to be more than a conqueror, to gain a surpassing victory: νικᾷ καί μή ὑπερνικα; Socrat. h. e. 3,21 νικαν καλόν, ὑπερνικαν δέ σπιφθονον. Found in other ecclesiastical writings (Eusebius, h. e. 8,14, 15, uses ὑπερεκνικαν.)
Greek Monotonic
ὑπερνῑκάω: μέλ. -ήσω, είμαι κάτι περισσότερο από νικητής, κατακτητής, πορθητής, σε Καινή Διαθήκη