ὄρνεον
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
τό,
A = ὄρνις, bird, Il.13.64, Cratin.108, Ar.Av.291, 305, Th. 2.50, Pl.Phdr.274c, al., Arist.GA756a16,al. II τὰ ὄ. the bird-market, Ar.Av.13.
German (Pape)
[Seite 382] τό, der Vogel; Il. 13, 64; Plat. Phaedr. 274 c Tim. 91 d, öfter, u. Sp.; τὰ ὄρνεα, der Vogelmarkt, Ar. Av. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρνεον: τό, = ὄρνις, πτηνόν, Ἰλ. Ν. 64, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 291, 305, Θουκ. 2. 50, Πλάτ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. τὰ ὄρνεα, ἡ ἀγορὰ τῶν ὀρνέων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 13· πρβλ. ἰχθὺς ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνεα· ὀρνεοπώλια. καὶ πετεινά καὶ τόπος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
oiseau.
Étymologie: ὄρνις.
English (Autenrieth)
bird, Il. 13.64†.
Spanish
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of ὄρνις; a birdling: bird, fowl.
English (Thayer)
ὀρνέου, τό, a bird: Sept.; Homer, Thucydides, Xenophon, Plato; Josephus, Antiquities 3,1, 5.)
Greek Monotonic
ὄρνεον: τό, = ὄρνις,
I. πουλί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. τὰ ὄρνεα, αγορά όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ.