ἀντιγράφω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A write against or in answer, write back, v.l. in Th.1.129 (Pass.), Phld.Ir.p.86 W., Plu.Luc.21, D.Chr.2.18, PFlor.278ii 30 (iii A.D.), etc.; ἀ. τῆ γραφῇ vie in description with painting, Longus Prooem. II Med., with pf. Pass. (Aeschin.1.154, D.45.45), as law-term, put in as an ἀντιγραφή, plead against, τι περί τινος Is.11.17, cf.D.48.31; also ἀ. τινί, c. inf., plead against another that such is the case, Lys.23.5, D.44.39:—also, bring a counter-accusation, Poll.8.58, cf. Aeschin.1.119, 154; later in Act., plead in answer to a charge, -γράψαι ὡς οὐκ ἔπραξεν D.S.1.75. 2 keep a counter-reckoning of money paid or received (cf. ἀντιγραφεύς), Arist.Ath.54.3; simply, check accounts, PTeb.89.13 (ii B.C.). 3 issue a rescript, SIG888.8. III Pass., aor. ἀντιγραφῆναι to be copied, εἰς στήλας Milet.3.148.93.
German (Pape)
[Seite 250] dagegen schreiben, schriftlich antworten, Thuc. 1, 129; oft Plut. – Med., eine Gegenklage erheben, περί τινος Is. 11, 17; bes. eine Exception gegen eine Klage einreichen, Lys. 23, 5 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιγράφω: [ᾰ]: μέλλ. -ψω, γράφω ἐναντίον τινὸς ἢ εἰς ἀπάντησιν, Θουκ. 1. 129 (ἐν τῷ παθ.), Πλουτ. Λούκουλλ. 21, κτλ.· πολλὰ ἰδόντα με [ἐν τῇ εἰκόνι] ... πόθος ἔσχεν ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ, μὲ ἐκυρίευσεν ἐπιθυμία νὰ περιγράψω διὰ τοῦ λόγου τὴν εἰκόνα, Λόγγ. ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν κατὰ Δάφν. κ. Χλό. ΙΙ. Μέσ. μ. παθ. πρκμ. (Αἰσχίν. 22. 11, Δημ. 1115. 16) ὡς ὅρος νομικός, εἰσάγω ἀντιγραφήν, κατηγορῶ, τι περί τινος Ἰσαῖ. 85. 19, πρβλ. Δημ. 1175. 26· ὡσαύτως, ἀντ. τινὶ ἢ τινά, μετ’ ἀπαρεμ., ἰσχυρίζομαι ἐναντίον ἑτέρου ὅτι οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, Λυσ. 166. 45, Δημ. 1092. 10: -ὡσαύτως φέρω ἀντικατηγορίαν, «ἀντιγράφεσθαι, τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου ἢ ἀντικατηγορεῖν» Πολυδ. Η΄, 58, πρβλ. Αἰσχίν. 17. 1., 22. 11. 2) φυλάττω ἀντίγραφον λογαριασμοῦ τῶν καταβαλλομένων ἢ λαμβανομένων χρημάτων (πρβλ. ἀντιγραφεύς), Ἀριστ. Ἀποσπ. 399.
French (Bailly abrégé)
1 répondre par écrit;
2 faire une copie de;
Moy. ἀντιγράφομαι se défendre en justice.
Étymologie: ἀντί, γράφω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἀντίγραψαν PLond.235.19 (IV d.C.), inf. ἀντιγράψεν PHarris 158.3re.2, 3 (V/VI d.C.)]
I en v. act., c. dat.
1 en cont. hostil replicar, escribir contra κυρίαις δόξαις Phld.Ir.p.86, Δημοσθένει D.Chr.2.18
•en gener. escribir en respuesta, contestar a un escrito, a una carta, normalm. c. dat. de pers. αὐτῷ Plb.23.5.17, ἀντέγραψε τοῖς ἐφόροις ἐπιστολήν Plu.2.211b, ἀντιγράψατέ μοι ὑπὲρ τῆς ὑμῶν ὑγιείας POxy.2731.18 (IV/V d.C.), cf. PLugd.Bat.17.16b.6 (II/III d.C.), PAlex.Giss.45.2, PFlor.278.2.30 (III d.C.), ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ escribir rivalizando con la pintura Longus proem.2.
2 publicar un rescripto en v. act. περὶ τῆς διοικήσεως D.Chr.45.6, πολλάκ(ις) ἀντέγραψας c. or. de inf. IGBulg.4.2236.15 (Escaptopara, Tracia III d.C.).
II en v. med. y pas.
1 copiar en v. pas. ἀντιγραφῆναι εἰς στήλας Milet 1(3).148.93
•en v. med. hacer copiar el secretario de la pritanía τἄλλα πάντα ἀντιγράφεται Arist.Ath.54.3.
2 comprobar cuentas en v. pas. (οἱ σιτολόγοι) ... οἳ καὶ ἀντιγραφόμενοι (los sitólogos) ... cuyas cuentas han sido comprobadas, PTeb.89.13 (II a.C.), cf. 1135.5 (II a.C.).
III en v. med., como término forense
1 de toda alegación ante los tribunales, en gener. alegar en defensa c. ac. y περί c. gen. περὶ τῆς ἀγχιστείας Is.11.17, c. ac. compl. dir. τὰς ἀμφισβητήσεις Ley en D.48.31, cf. 45.45, tb. en v. act. τὸν ἀπολογούμενον ... ἀντιγράψαι πρὸς ἕκαστον ὡς οὐκ ἔπραξεν D.S.1.75
•acusar abs. τὸν κατήγορον ἀντιγράψαι D.S.1.75
•part. pas. subst. τὰ ἀντιγραφέντα la acusación, SB 10989.58 (IV d.C.)
•presentar una acusación en respuesta c. dat. Τιμάρχῳ Aeschin.1.119, cf. 1.154, Poll.8.58.
2 interponer una excepción c. inf. μοι αὐτὴν (δίκην) ἀντεγράψατο μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι Lys.23.5, cf. D.44.39.