ἀπήωρος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A high in air, ἀ. δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435; cf. ἀπήορος.
German (Pape)
[Seite 290] (αἰωρέω), = ἀπήορος, Od. 12, 485 ἀπήωροι ὄζοι, weit abstehende Aeste.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήωρος: -ον, «ἀπῃωρημένος», ἀπήωροι δ’ ἔσαν ὄζοι Ὀδ. Μ. 435, πρβλ. ἀπήορος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se lève ou apparaît à distance.
Étymologie: ἀπό, ἀείρω.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): hanging (high) away; ὄζοι, Od. 12.435†, cf. 436.
Spanish (DGE)
-ον
elevado, que está por arriba ἀπήωροι δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435.