ἀναίσθητος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A without sense or feeling, Thrasymach. 1, Pl.Ti.75e; ἀ. τινός without sense of a thing, Id.Lg.843a; ἀ. καὶ νεκρός Men.705; ἀ. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD2.12; ἀ. ἡ ἁφή the sense of touch is lost, ib.1.7. Adv. ἀναισθήτως, πάντων ἔχειν Hp. Epid.3.17.ιέ; ἀ. ἔχειν to be insensible or indifferent, Isoc.12.112, cf. Th.1.82; ἀ. διακεῖσθαι Arist.EE1231a1. 2 without perception or common sense, wanting tact, stupid, Th.6.86; οἱ ἀ. Θηβαῖοι those blockheads... D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215S.: τὸ ἀναίσθητον, = ἀναισθησία, Th.1.69. Adv. -ως Phld.Rh.1.227S. II Pass., unfelt, θάνατος Th.2.43. 2 not perceptible by sense, ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀ. Pl.Ti.52a, cf. Phld.Piet.20, etc.; ἐν ἀ. χρόνῳ in an unappreciable time, Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
German (Pape)
[Seite 190] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, θάνατος Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίσθητος: -ον, ἄνευ αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς εἶναι ἀναίσθητος, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) ἄνευ ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, ἀνόητος, ἄκομψος, εὐήθης, αὐτόθι 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = ἀναισθησία, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, θάνατος Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ αὐτοῦ 7. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne sent pas, insensible ; au mor. stupide, grossier ; τὸ ἀναίσθητον THC le manque de perspicacité;
2 qu’on ne sent pas, insensible.
Étymologie: ἀ, αἰσθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I no sentido θάνατος Th.2.43.
II imperceptible por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον Pl.Ti.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.Ti.51d, τὰ γένη τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.Sens.441a3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.Sens.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto Arist.Pol.1262b18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
III 1que no siente, insensible de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.Ti.75e, κόνις Ph.2.287
•de ídolos Ep.Diog.2.4, 3.3, ἀναίσθητος καὶ ἄψυχος Plu.2.703c, δέρμα Arist.HA 517b31, ἡ ἁφή Aret.SD 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30
•c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD 2.12.3
•compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.VM 15.
2 que no se da cuenta, que no conoce, desconocedor c. gen. κακῶν Pl.Lg.843a, τῆς αὐτοῦ φύσεως de su propia naturaleza Arr.Epict.2.8.14.
3 fig. sin sentido común, insensato, estúpido, idiota ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2
•subst. neutr. la idiotez, la estupidez Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.Phgn.807b19.
IV adv. -ως
1 insensiblemente, de manera insensible πάντων ἔχειν Hp.Epid.3.17.15, cf. X.Cyn.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.EE 1231a1.
2 insensatamente Phld.Rh.5.3F.