διαπρέπω

From LSJ
Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρέπω Medium diacritics: διαπρέπω Low diacritics: διαπρέπω Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΩ
Transliteration A: diaprépō Transliteration B: diaprepō Transliteration C: diaprepo Beta Code: diapre/pw

English (LSJ)

   A appear prominent or conspicuous, strike the eye, h.Merc.351, Pi.O.1.2; διαπρέπον κακόν A.Pers.1007(lyr.).    2 to be eminent, ἔν τινι AP9.513 (Crin.); ἐπί τινι Luc.Salt.9, cf. D.C. 68.6; κάλλει, ὥρας ἀκμῇ, Plu.2.771e, D.C.42.34: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία E.Alc.642.    3 to be suitable, κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν Pl.Sph.219c.    II c. acc. rei, adorn, E.Fr.185.

German (Pape)

[Seite 598] hervorstechen, sichtbar sein, sich auszeichnen. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρέπω: φαίνομαι ἔξοχοςἐπιφανής, ἐπίσημος, προσβάλλω τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) ἐξέχω ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· ὡσαύτως ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 intr. se faire remarquer, briller : τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;
2 tr. travestir.
Étymologie: διά, πρέπω.

English (Slater)

διαπρέπω
   1 shine out ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Spanish (DGE)

1 brillar extraordinariamente, de donde destacarse ἴχνια πάντα διέπρεπεν ἐν κονίῃσιν h.Merc.351, χρυσὸς ... διαπρέπει Pi.O.1.2, cf. Luc.Tim.41, τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς; Plot.1.6.5, cf. Arr.Epict.1.2.22, Hsch.
fig. ἔθετ' ἄελπτον κακὸν διαπρέπον A.Pers.1007.
2 destacar, distinguirse por c. dat. instrum. γυναικομίμῳ διαπρέπεις μορφώματι E.Fr.185.3, μεγέθει σώματος καὶ τῇ ... ἀλκῇ I.AI 17.278, κάλλει Plu.2.771e, cf. Hld.8.17.2, σωφροσύνῃ καὶ φιλανδρίᾳ IArykanda 51.6 (II d.C.?), ἀξιώματι καὶ λόγων ἀρετῇ Studies Hall 41 (Enoanda II d.C.), τῇ τῆς ὥρας ἀκμῇ D.C.42.34.4, c. prep. y dat. δράμασιν ἐν πολλοῖσι AP 9.513 (Crin.), ἐν τῇ πρὸς Πομπήιον φιλίᾳ διαπρέπων Str.14.1.42, διέπρεπον δὲ ἐν αὐτοῖς οἱ τοῦ Νείλου βόες Ach.Tat.2.15.3, ἐν τῇ ὀρχηστικῇ Luc.Salt.9, ἐν ὄχλοις Vett.Val.18.3, ἐπὶ τε δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, c. part. διὰ τὸ καὶ αὐτὸς ... κατορθῶν διαπρέπειν I.AI 19.209
distinguirse de c. gen. compar. πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, εἰ διαπρέπει τῶν ἄλλων ἀστέρων Hld.3.6.3, abs. λόφος διαπρέπων Plu.Pyrrh.11.
3 convenir, ser apropiado c. part. τέχνη ... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν convendría que se la llamara arte adquisitiva Pl.Sph.219c.