ἔξεδρος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, (ἕδρα)
A away from home, opp. ἔντοπος, S.Ph.212 (lyr.); πνεῦμα ἔ. γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arist.Mu.395b32: metaph., strange, extravagant, Id.Rh.1406a31. 2 c. gen., out of, away from, χθονός E.IT80: metaph., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι insensate words, Id.Hipp.935. II of birds of omen, ἔ. χώραν ἔχειν to be out of a good (i.e. in an unlucky) quarter, Ar.Av.275 (nisi leg. χρόαν cum Sch.); ἔ. ὄρνιθες D.C. 37.25.
German (Pape)
[Seite 875] außerhalb seines Sitzes, fern von seinem Wohnsitz, Ggstz ἔντοπος, Soph. Phil. 212; ἔξεδροι χθονός Eur. I. T. 80; ἔξεδροι φρενῶν λόγοι Hipp. 935, wahnsinnige Reden; ὄρνις ἔξεδρον χώραν ἔχων Ar. Av. 275, nach dem Schol. aus Soph., so ἔξεδροι ὄρνιθες D. Cass. 37, 25; – ἔξεδρον γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπ ων Arist. mund. 4; übertr., unpassend, nicht an seinem Orte, ὑπερβολή rhet. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔξω τοῦ μέρους ἔνθα διαμένει τις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔντοπος, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνὴρ Σοφ. Φιλ. 212· μεταφ. = παράδοξος, ἀλλόκοτος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3. 2) μετὰ γεν., ἐκτός, μακρὰν ἀπό.., χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 80· μεταφ., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι, μωροί, ἀνόητοι λόγοι, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 935. ΙΙ. ἐπὶ οἰωνῶν, ἔξεδρον χώραν ἔχων, οὐχὶ εὐοίωνον, «ἐκ τῆς Σοφοκλέους δευτέρας Τυροῦς...» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Ὄρν. 275· ἔξεδροί τινες ὄρνιθες ἐπέπταντο Δίων Κ. 37. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «ἔξεδρον· τὸν οὐκ αἴσιον οἰωνόν, οὐκ εὔθετον ὄρνιν, οὐκ ἐν δέοντι τὴν ἕδραν ἔχοντα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est hors de sa résidence, hors de sa demeure;
2 chassé de : χθονός EUR de son pays ; fig. φρενῶν EUR hors de son bon sens;
3 qui n’est pas à sa place ; déplacé, étrange.
Étymologie: ἐξ, ἕδρα.