ἐπιξύω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A grate over, τυρὸν ἐπιξυσθέντα Pl.R.406a, cf. Arist.HA612b17; scrape the surface of the skull, Hp.VC14. 2. skim over, γαῖαν Arat.650. 3. Pass., to be carved, εἰκόνες λίθῳ Procop.Aed.1.11.
German (Pape)
[Seite 967] (s. ξύω), darauf, darüber schaben, reiben, Arist. H. A. 9, 6; Schol. Ar. Th. 389 erkl. σμῆξαι, τὸ τὸν ῥύπον ἐπιξύσαι; pass., τυρὸν ἐπιξυσθέντα Plat. Rep. III, 405 e; Sp.; – γαῖαν, die Erde streifen, Arat. 650.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιξύω: ξύω, ξύνω ἐπάνω εἴς τι, τυρὸν ἐπιξυσθέντα Πλάτ. Πολ. 405Ε, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 11. 2) ἐγγύθεν παρέρχομαι, παραμείβομαι, ἅπτομαι, ἐπιψαύω, ὁ δὲ ζώνῃ τότε Κηφεὺς γαῖαν ἐπιξύει Ἄρατ. 650.- Κατὰ τὸν Σχολιαστὴν Ἀριστοφ. ἐν Θεσμοφ. 389 «ἐπιχρίει, ἐπιξύει. σμῆξαι δέ ἐστι τὸ τὸν ρύπον ἐπιξῦσαι».