θηλύπους
From LSJ
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, θ. βάσις the tread
A of female foot, [E.]IA421.
German (Pape)
[Seite 1207] βάσις, Tritt eines Weiberfußes, Eur. I. A. 421.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύπους: ὁ, ἡ, θ. βάσις, τὸ πάτημα θηλέων ποδῶν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 421.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. ποδος
βάσις allure d’un pied de femme.
Étymologie: θῆλυς, πούς.