μέθοδος

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθοδος Medium diacritics: μέθοδος Low diacritics: μέθοδος Capitals: ΜΕΘΟΔΟΣ
Transliteration A: méthodos Transliteration B: methodos Transliteration C: methodos Beta Code: me/qodos

English (LSJ)

ἡ, (μετά, ὁδός)

   A following after, pursuit, νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,    II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph.218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol.1289a26: hence, treatise, Dam.Pr.451.    2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr.270c, Arist.EN1129a6, Pol.1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R.533c, Arist.Rh.1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top.101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12.    3 ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ. the doctrine of motion, Pl.Tht.183c.    4 'methodic' medicine, ἰητὴρ μεθόδου . . προστάτα Epigr.Gr.306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.    5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.    b means of recognizing, τῶν στάσεων Id.Stat.1,2.    c mode of treating the subject-matter, Id.Id.1.1.    III trick, ruse, Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; stratagem, LXX 2 Ma. 13.18.

German (Pape)

[Seite 113] ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεθ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεθόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσθαι τὴν μέθοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέθοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.

Greek (Liddell-Scott)

μέθοδος: ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ζήτησις, Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, αὐτόθι 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ τρόπος τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, μέθοδος, σύστημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἐπιστήμη, τέχνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν αὐτόθι Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ δόγμα, ἡ διδασκαλία τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. μεθοδικός.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 étude méthodique d’une question de science;
2 voie détournée, fraude, artifice.
Étymologie: μετά, ὁδός.