παρακρούω

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρούω Medium diacritics: παρακρούω Low diacritics: παρακρούω Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: parakroúō Transliteration B: parakrouō Transliteration C: parakroyo Beta Code: parakrou/w

English (LSJ)

   A strike aside, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα συμφορά will not put you out, bias your judgement, Pl.Cri.47a:—Pass., to be led astray, go wrong, ἄθρει . . πῇ παρακρουόμεθα Id.Ly.215c ; ἐφενακίσθητε καὶ παρεκρούσθητε D.23.107 ; μὴ παρακρουσθῆτε be not diverted from the point, Id.21.160; ὑπό τινος by one, Aeschin.1.170 ; περί τινος about a thing, Plb.23.3.3 (s.v.l.); τὰ σφάλματα, ἃ αὺτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ . . παρεκέκρουστο the faults into which he had been misled, Pl.Tht.168a.    2 Med., mislead, deceive, cheat, esp. by fallacies, π. καὶ παραλογίζεσθαι Isoc.12.243; τὰς δόξας τῶν ἀκροωμένων π. ib. 271, cf.Pl.Cra.393c, D.2.5, 18.276, Din. 1.40, Arist.Pol.1297a10, Metaph.1025a6, Men.Epit.329, PSI4.442.24 (iii B.C.), etc.; τηλικουτονὶ πρᾶγμα π. τοὺς δικαστάς D.43.39 : pf. Pass. παρακέκρου (ς) μαι in sense of Med., Id.6.23, Luc. Tim.57.    3 Med., metaph., crack, φυλάττου μὴ πεσὼν σαυτὸν παρακρούσῃ Phryn. Com.58.    II strike away, parry, Them.Or.32.359b:—but usu. Med., π. ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plu.Luc.28, cf. Sull.18 ; shun, avoid, τὸν θρίαμβον Id.2.198b.    III παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν to be driven from one's senses, Com.Adesp.705:—so also intr. in Act., πάντα παρέκρουσε Hp.Epid.1.26.α'.    IV ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται is ready hoisted, Luc.Cat.1 (s.v.l.).    V perh. strike a horse sideways, IG12.374.166.    VI of a wrestler, make a feint, EM652.48.    VII of a seller, strike off too much from the top of the measure (from which signf. 1.2 is said to be derived), Harp.; cf. παρακρουσιχοίνικος.

German (Pape)

[Seite 485] (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασθαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποθ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσθῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσθῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσθαι καὶ μὴ ἐν τῷ καθεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρούω: κτυπῶ δίπλα, κυρίως (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ ὅστις άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ μᾶλλον (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. κρουσιμετρέω, παρακρουσιχοίνος˙- καθόλου, διαψεύδω τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙περί τινος, ὡς προς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ αὐτός ὑφ’ ἑαυτοῦ ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ ἴδιος εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) οὕτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, μάλιστα διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. παράκρουσις Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί πρᾶγμα τοὺς δικαστὰς (ἔνθα ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.

French (Bailly abrégé)

heurter de côté, d’où
1 repousser du droit chemin, écarter vivement;
2 attacher une voile au mât;
Moy. παρακρούομαι;
1 tromper, frauder, acc.;
2 écarter ou repousser de soi, refuser, acc. ; fig. refuser, décliner;
3 heurter de côté : αὑτόν PLUT tomber de côté.
Étymologie: παρά, κρούω.