περιληπτικός
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6. II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. -κῶς with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U. 2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. -ώτερος Procl.Inst.143 : Sup.-ώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.
German (Pape)
[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.
Greek (Liddell-Scott)
περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.