περιστρέφω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστρέφω Medium diacritics: περιστρέφω Low diacritics: περιστρέφω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: peristréphō Transliteration B: peristrephō Transliteration C: peristrefo Beta Code: peristre/fw

English (LSJ)

   A whirl round, of one preparing to throw, ἔρριψεν . . χειρὶ περιστρέψας Il.19.131 ; τόν ῥα περιστρέψας ἧκε Od.8.189 ; turn round, π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arist.HA504a16 ; θέαμα πρὸς αὐγήν Gal.UP17.1 ; π. ἵππον wheel it round, Plu.Marc.6 ; ὁ ἥλιος κύκλον ἄγει καὶ π. περὶ τὴν σελήνην Id.2.931a :—Pass., to be turned or turn round, spin round, Pl. Cra.411b ; περιστρεφόμενος . . φαμὰ ἐπεσκοπεῖτο turning round, Id.Ly. 207a ; of the heavens, complete a rotation, Arist.Cael.273a2 : metaph., π. εἰς τἀληθῆ turn towards them, Pl.R.519b ; κινδυνεύει εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι τὸ ῥῆμα to be fixed on... Id.Plt.303c ; οὐ -στραφήσεται κλῆρος shall not be removed from tribe to tribe, LXXNu.36.9.    2 π. τὼ χεῖρε tie his hands behind him, Lys.1.27 :—Pass., to be twisted, of an intestine, Gal.8.388.    3 attract a person's attention, π. τὸν θεατήν Lib.Or.11.236 ; convert a person, Cat.Cod.Astr.2.180.

German (Pape)

[Seite 595] rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., μάλα δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ ῥῆμα ὀρθότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιστρέφω: στρέφω τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ ἀγγεῖον, ἀνατρέπω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, στρέφω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, κάμνω στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος ὀπίσω, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, καταλήγω εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας ὀπίσω, Λυσίας 94. 19.

French (Bailly abrégé)

1 faire tourner autour, acc. ; τὼ χεῖρε LYS lier les mains derrière le dos ; Pass. tourner autour de, τινι ; fig. κύκλον PLUT accomplir sa révolution circulaire en parl. du soleil;
2 faire faire un détour, faire retourner (un cheval);
3 renverser (un vase).
Étymologie: περί, στρέφω.

English (Autenrieth)

aor. part. περιστρέψᾶς: whirl around.