προπηλακίζω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Att. fut.
A -ιῶ Th.6.54: (apparently from πήλαξ = πηλός, though neither πήλαξ nor the simple πηλακίζω certainly existed): —bespatter with mud, or trample in the mire: only metaph., treat with contumely, τοὐμὸν στόμα S.OT427, cf.Ar.Th.386 (Pass.); freq. in Att. Prose, Th. l. c., And.4.16, Pl.R.562d, etc.:—Pass., Lys.15.6, etc.; ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ἀναξίως Pl.R.536c; προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις ἔργοις Id.Lg.866e; ὑβρίζετο καὶ προὐπηλακίζεθ' ὑπὸ τοῦ δήμου D.9.60. II c. acc. rei, throw in one's teeth, reproach one with, εἴ τις πενίαν π. Id.18.256.
German (Pape)
[Seite 739] eigtl. mit Koth bewerfen, od. in den Koth treten, Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., verächtlich, schimpflich behandeln, beschimpfen, Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ σῶμα, Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προπηλᾰκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ οὔτε τὸ πῆλαξ οὔτε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα πηλακίζω εὕρηνται). Κυρίως, ἐπιχρίω, «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, καλύπτω διὰ βορβόρου, ἢ ῥίπτω εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι περιβάλλω τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, διασύρω, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὀνειδίζω τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς ἀρτίως ἀσβόλῳ χρίουσι».
French (Bailly abrégé)
couvrir de boue, fig. :
1 insulter, outrager, acc.;
2 reprocher en termes grossiers ou violents, acc..
Étymologie: πρό, πηλακίζω.