συνεπερείδω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπερείδω Medium diacritics: συνεπερείδω Low diacritics: συνεπερείδω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: synepereídō Transliteration B: synepereidō Transliteration C: synepereido Beta Code: suneperei/dw

English (LSJ)

   A help in driving against, c. acc. rei, Plu.2.939b; help in inflicting, πληγήν Id.Brut.52; σ. ὑπόνοιάν τινι help to fix a suspicion on him, Id.Caes.8, cf. Cic.21 (cj. for συναπ-); drive home a weapon, Id.Phil.10; συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Id.Marc.7; give additional force, Arr.Tact.12.2,10.    II Med., = Lat. conitor, Dosith. p.433 K., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπερείδω: ἐπιφέρω μεθ’ ὁρμῆς ὁμοῦ, μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· καταφέρω ὁμοῦ, πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ αὐτοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

1 tr. appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; fig. ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; avec un acc. de pers. transpercer, acc.;
2 intr. s’appuyer de toute sa force sur, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερείδω.

Greek Monolingual

Α
1. επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («[ὁ ἥλιος] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος θερμότητα ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», Πλούτ.)
2. καταφέρω κάτι εναντίον κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», Πλούτ.)
3. διαπερνώ, διατρυπώ
4. υποστηρίζω και εγώ κάποιον ή κάτι
5. προσθέτω νέα ορμή
6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
7. μέσ. συνεπερείδομαι
στηρίζομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπερείδω «στηρίζω πάνω σε κάτι, σπρώχνω, μπήγω, πιέζω»].