ὑπεραλγής

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραλγής Medium diacritics: ὑπεραλγής Low diacritics: υπεραλγής Capitals: ΥΠΕΡΑΛΓΗΣ
Transliteration A: hyperalgḗs Transliteration B: hyperalgēs Transliteration C: yperalgis Beta Code: u(peralgh/s

English (LSJ)

ές,

   A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.).    2 suffering excessively, Plb.3.79.12.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très pénible.
Étymologie: ὑπέρ, ἄλγος.