Τρώς
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
Τρωός, ὁ,
A Tros, the mythic founder of Troy, Il.5.265, 20.230, h.Ven.207; also Τρῶος, ου, ὁ, Hes.Fr.205(b). II pl. Τρῶες, Τρώων, οἱ, Trojans, Il.1.152, etc.; Τρῶας καὶ Τρῳάς Trojan men and Trojan women, 22.57; cf. Τρώϊος.
Greek (Liddell-Scott)
Τρώς: Τρωός, ὁ, ὁ κατὰ τὸν μῦθον θεμελιωτὴς τῆς Τροίας, τῆς γάρ τοι γενεῆς, ἧς Τρωΐ περ εὐρύοπα Ζεὺς δῶχ’ υἷος ποινὴν Γανυμήδεος Ἰλ. Ε. 265· Τρῶα δ’ Ἐριχθόνιος τέκετο Τρώεσσιν ἄνακτα Υ. 230, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 208. ΙΙ. πληθ. Τρῶες, Τρώων, οἱ, οἱ τῆς Τροίας κάτοικοι, Ὅμ. κλπ.· ἀλλ’ εἰσέρχεο τεῖχος... ὄφρα σαώσῃς Τρῶας καὶ Τρῳάς, τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας τῆς Τροίας, Ἰλ. Χ. 57· πρβλ. Τρώιος.
French (Bailly abrégé)
Τρωός (ὁ) :
Trôs :
1 fils d’Alastor, Troyen;
2 fils d’Erichthonios, roi de Phrygie, fondateur de Troie.
English (Autenrieth)
Tros.—(1) son of Erichthonius, father of Ilus, Assaracus, and Ganymēdes, Il. 5.265 ff., Il. 20.230 ff.—(2) son of Alastor, slain by Achilles, Il. 20.463.