χερσόνησος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—
A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc. 2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1. II as pr. n., of various peninsulas, esp. 1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33. 2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc. 3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.
German (Pape)
[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) ; néo-att. χερρόνησος;
I. presqu’île, péninsule;
II. n. géogr.
1 la Chersonèse de Thrace (auj. péninsule de Gallipoli);
2 la Chersonèse Taurique (auj. Crimée);
3 abs. la Chersonèse, presqu’île entre Épidaure et Trézène (Méthana);
4 ἡ χερσόνησος τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.
Étymologie: χέρσος, νῆσος.