ψώχω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώχω Medium diacritics: ψώχω Low diacritics: ψώχω Capitals: ΨΩΧΩ
Transliteration A: psṓchō Transliteration B: psōchō Transliteration C: psocho Beta Code: yw/xw

English (LSJ)

(ψώω)

   A rub small, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσί Ev.Luc.6.1, cf. Dsc.5.159 (Pass.):—Med., Nic.Th.629, cf. κατα-σώχω.

German (Pape)

[Seite 1406] zerreiben, zermalmen, klein machen, Nic. Ther. 629. – Vgl. σώχω.

Greek (Liddell-Scott)

ψώχω: (ψώω), τρίβω, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. τύπος κατα-σώχω, παρ’ Ἡροδ. 4. 75.

French (Bailly abrégé)

broyer, émietter.
Étymologie: DELG ψάω.

English (Strong)

prolongation from the same base as ψάλλω; to triturate, i.e. (by analogy) to rub out (kernels from husks with the fingers or hand): rub.

English (Thayer)

(from the obsolete ψοώο for ψάω); to rub, rub to pieces: τάς στάχυας ταῖς χερσίν, Nicander.))

Greek Monolingual

και σώχω Α
κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῡ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῑς χερσί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα -χω, δηλωτικό του τέλους της πράξης (πρβλ. τρύ-χω, ψύ-χω)].