ὀνείδειος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.
English (Autenrieth)
(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.
Greek Monolingual
ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].